- ξανθόρροια
- (xanthorrhoea), Γένος μονοκοτυλήδονων ξυλωδών φυτών της οικογένειας των λειριιδών. Περιλαμβάνει περίπου 15 είδη ιθαγενή της Αυστραλίας, μερικά από τα οποία καλλιεργούνται και στην Ευρώπη ως διακοσμητικά. Πρόκειται για μικρά ή μεγάλα δέντρα παρόμοια με τις αλόες, πολλά από τα οποία παράγουν από τη βάση των παλιών τους φύλλων μία μαύρη ή κίτρινη αρωματική ρητίνη, που χρησιμεύει στην παρασκευή βερνικιών και ισπανικού κεριού.
* * *ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων ξυλωδών φυτών τής οικογένειας ξανθορροιίδες, που περιλαμβάνει περί τα 17 είδη, ιθαγενή τής Αυστραλίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xanthorrhoea (< ξανθός + -ροια (< ῥοῦς, ῥέω). Τα φυτά ονομάστηκαν έτσι λόγω τής κίτρινης ρητίνης που εκκρίνουν].
Dictionary of Greek. 2013.